- επιτυλίσσω
- ἐπιτυλίσσω και αττ. τ. ἐπιτυλίττω (Α)1. περιελίσσω, τυλίγω, περιστρέφω κάτι γύρω από άλλο2. (για βιβλίο, πάπυρο) ξετυλίγω («ὥστε καὶ Ζωπύρῳ τῷ ῥήτορι ἀναγινώσκοντι ἐπιτυλίττειν», Διογ. Λαέρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιτυλίττειν — ἐπιτυλίσσω roll up pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτυλίξας — ἐπιτυλίξᾱς , ἐπιτυλίσσω roll up aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)